Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλπάζων  
επίθετο

galoppa`nte καλπάζων πληθωρισμός == inflazione galoppante | καλπάζoυσα φυματίωση == tisi galoppante

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλπάζω καλπασμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---