Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλπάζω  
ρήμα αμετάβατο

1 anda`re al galo`ppo, galoppa`re
2 (fig) galoppa`re καλπάζει η φαντασία μoυ == galoppare con la fantasia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλόψυχος καλπάζων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---