Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλαίσθητος
επίθετο 1 di persona che ha buo`n gusto, fine, raffina`to 2 di cose di buo`n gusto, fine, elega`nte καλαίσθητη επίπλωση == arredamento elegante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |