Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλαμαράς  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ((ironico)) uo`mo ~m~ di le`ttere, intellettua`le ~mf~, te`sta ~f~ d'uo`vo
2 scribacchi`no ~m~, mezzama`nica ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλαμαράκι καλαμάρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---