Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλάμι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 botanica canna ~f~ φράχτης από καλάμια == un recinto di canne 2 canna ~f~ da pesca 3 ((popolare)) stinco ~m~, tibia ~f~ καβάλησε το καλάμι == si è montato la testa, il successo gli ha dato alla testa permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο καλάμι ψαρέματος = canna [θηλ.] da pesca Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |