Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλαμπούρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 gio`co ~m~ di paro`le
2 freddu`ra ~f~, battu`ta ~f~ di spi`rito, barzelle`tta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλαμποκίσιος καλαμπουρίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---