Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόKαλαματιανή
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Kαλαματιανός] καλαματιανός επίθετο della città di Kala`mata Kαλαματιανός ουσιαστικό αρσενικό 1 abita`nte ~mf~ della città di Kala`mata 2 tipo di danza ~f~ popola`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |