Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλαμιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 canne`to ~m~
2 stelo ~m~ dei cerea`li
3 sto`ppia ~f~ +++σαν καλαμιά στον κάμπo == come una canna al vento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλάμι καλαμίνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---