Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλαθοσφαιριστής  
ουσιαστικό αρσενικό

sport ((arcaico)) cesti`sta ~mf~, giocato`re ~m~ di pallacane`stro

καλαθοσφαιρίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καλαθοσφαιριστής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλαθοσφαίριση καλάι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---