Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακόπιστος  
επίθετο

1 che non mantie`ne la paro`la data, malfi`do
2 che è in malafe`de
3 disone`sto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακοπιστία κακοπληρωμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


είμαι κακόπιστος = essere in malafede


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---