Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακοπερνώ  
ρήμα αμετάβατο

1 non trova`rsi bene, passa`rsela male κακοπέρασε τον πρώτο χρόνο μακριά απ'τo σπίτι == il primo anno lontano da casa non si è trovato bene | κακοπεράσαμε στην εκδρομή == la nostra gita non è andata bene
2 passa`rsela male, condu`rre una vita stenta`ta, pie`na di privazio`ni κακοπέρασε για να σπουδάσει τα παιδιά του == ha fatto una vita stentata per far studiare i figli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακοπέραση κακοπέφτω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---