Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακοποιός  
επίθετο

1 male`fico κακοποιός επίδραση == influenza malefica
2 facinoro`so κακοποιά στοιχεία == elementi facinorosi

κακοποιός
ουσιαστικό αρσενικό

malfatto`re ~m~, delinque`nte ~m~ oι κακοποιοί συνελήφθησαν επ' αυτοφώρω == i malfattori sono stati colti in flagranza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακοποίηση κακοποιώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---