Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκακοποίηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 il malmena`re ~m~, maltrattame`nto ~m~, atto ~m~ di viole`nza τον συνέλαβαν για κακοποίηση ανηλίκου == l'hanno arrestato per maltrattamento di minori 2 ((per estensione)) stupro ~m~, viole`nza ~f~ carna`le+++κακοποίηση της αλήθειας == distorsione della verità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |