Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακοποιώ  
ρήμα μεταβατικό

1 brutalizza`re, malmena`re, sevizia`re oι απαγωγείς κακοποίησαν τον όμηρo == i rapitori hanno seviziato l'ostaggio
2 (fig) brutalizza`re, violenta`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακοποιός κακοπραγία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---