Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόηλιαχτίδα
ουσιαστικό θηλυκό ra`ggio ~m~ di sole ηλιαχτίδες ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός raggi sola`ri permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |