Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόηλικιώνομαι
ρήμα παθητικό 1 proce`dere negli anni, diventa`re adu`lto 2 matura`re, cre`scere ηλικιώνω ρήμα μεταβατικό variante di [ηλικιώ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |