Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ηλιοθεραπεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 medicina elioterapi`a ~f~
2 bagno ~m~ di sole, il pre`ndere ~m~ il sole κάνω ηλιοθεραπεία == prendere il sole

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηλιογράφος ηλιοθεραπευτικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κάνω ηλιοθεραπεία = prendere il sole


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---