Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόήλιος
ουσιαστικό αρσενικό 1 astronomia sole ~m~ 2 sole ~m~, luce ~f~ sola`re, calo`re ~m~ sola`re έχει πoλύ ήλιο σήμερα == oggi c'è un gran sole | η γάτα πήγε και ξάπλωσε στον ήλιο == la gatta si è messa, si è stesa al sole | o ήλιος με πειράζει στα μάτια == il sole mi disturba gli occhi 3 botanica giraso`le ~m~ +++δεν έχω στον ήλιο μoίρα == essere un povero diavolo, un povero cristo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |