Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόήλιο
ουσιαστικό ουδέτερο chimica elio ήλιο– πρόθεμα primo elemento di parole composte con significatο di [del sole, solare, elio-] ήλιον ουσιαστικό ουδέτερο variante di [ήλιο ^-ου, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |