Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόηλικία
ουσιαστικό θηλυκό 1 età ~f~ κρύβω την ηλικία μού == nascondere la propria età | φαίνεται μικρότερη από την ηλικία της == sembra più giovane della sua età | τρυφερή ηλικία == tenera età | ώριμη ηλικία == età matura | η τρίτη ηλικία == la terza età | η ηλικία ενός δέντρoυ == l'età di un albero 2 militare classe ~f~ επιστράτευσαν τρεις ηλικίες == hanno mobilitato tre classi+++στο άνθoς της ηλικίας του == nel fiore degli anni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |