Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγνοιάζομαι
ρήμα αμετάβατο ((popolare)) preoccupa`rsi; cura`rsi; occupa`rsi; pre`ndersi cura η μάνα πάντα τα γνοιάζεται τα παιδιά της==una madre deve sempre preoccuparsi, prendersi cura dei figli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |