Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γνησιότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 autenticità ~f~ πιστοποιώ τη γνησιότητα==accertare l'autenticità
2 genuinità ~f~; pure`zza
3 legittimità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γνήσιος γνοιάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---