Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ευτρεπίζομαι
ρήμα παθητικό
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ευτραφής
ευτρέπισις >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ευτράπελα
[ουσ ουδ πληθ.]
ευτράπελος
[επίθ.]
ευτραφέστατος
[επίθ.]
ευτραφέστερος
[επίθ.]
ευτραφής
{ευτραφ-ού...
ευτρεπίζομαι
[ρ. παθ.]
ευτρέπισις
[θηλ.ουσ]
ευτροφία
{χωρ. πληθ...
ευτροφικός
[επίθ.]
ευτροφισμός
[ουσ αρσ ]
εύτρωτος
[επίθ.]
ευτυχέστατος
[επίθ.]
ευτυχέστερος
[επίθ.]
ευτύχημα
[ουσ ουδ.]
ευτυχής
{ευτυχ-ούς...
ευτυχία
{χωρ. πληθ...
ευτυχισμένα
[επίρ.]
ευτυχισμένος
[επίθ.]
ευτυχώ
{ευτυχείς....
ευτυχώς
[επίρ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis