Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευτραφέστατος
επίθετο superlativo di [ευτραφής] ευτραφέστερος επίθετο comparativo di [ευτραφής] ευτραφής επίθετο ben nutri`to, pasciu`to, di grossa corporatu`ra, di corporatu`ra robu`sta, che è bene in carne, prospero`so μία ευτραφής κυρία == una signora di corporatura robusta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |