Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευθύνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 responsabilità ~f~ αναλαμβάνω την ευθύνη == assumersi / prendersi la responsabilità | απο φεύγει τις ευθύνες == evita le responsabilità
2 colpa ~f~, responsabilità ~f~ ρίχνω την ευθύ σε κάποιον == attribuire la responsabilità a qualcuno, dare la colpa a qualcuno
3 diritto responsabilità ~f~ αστική ευθύνη == responsabilità civile | ποινική ευθύνη == responsabilità penale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευθυμώ ευθύνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---