Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευκαιρώ  
ρήμα αμετάβατο

ave`re tempo li`bero, e`ssere li`bero da impe`gni μόλις ευκαιρήσω, θα τα πούμε == appena avrό tempo, ci vediamo | δεν ευκαίρησα ούτε ένα λεπτό == non ho avuto un minuto libero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εύκαιρος ευκαλυπτόλη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---