Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευκή
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ευχή]

ευχή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 augu`rio ~m~ με τις καλύτερες ευχές μας == con i nostri migliori auguri
2 deside`rio ~m~, vo`glia ~f~ πραγματoπoιήθηκε η ευχή μου == il mio desiderio è stato esaudito | εκφράζω μία ευχή == esprimere un desiderio
3 preghie`ra ~f~
4 benedizio`ne ~f~ δώσ'μoυ την ευχή σου, πατέρα == benedicimi, padre! | την ευχή μου να 'χεις == che Dio ti benedica! | να πάτε στην ευχή του Θεoύ == andate con la mia benedizione!, andate con Dio!+++κατ' ευχήν == nel migliore dei modi | είναι ευχής έργον να… == è auspicabile (che…) | να πάρ'η ευχή == accidenti!, mannaggia! | άι στην ευχή! == va' a farti benedire! | τι στην ευχή! == ma che diamine!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευκαταφρόνητος ευκινησία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πολλές ευχές! = tanti auguri! [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---