Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευχερία
ουσιαστικό θηλυκό 1 facilità ~f~ 2 [οικονομικά] disponibilità ~f~ econo`mica permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμιλάω με ευχέρια μιά γλώσσα = parlare correntemente una lingua Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |