Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευωδία  
ουσιαστικό θηλυκό

profu`mo ~m~

ευωδιά
ουσιαστικό θηλυκό

fragra`nza ~f~, profu`mo ~m~, ole`zzo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευώδης ευωδιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---