Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επαλείφομαι
ρήμα παθητικό


επαλείφω  
ρήμα μεταβατικό

u`ngere, spalma`re επαλείφω έγκαυμα με αλοιφή == ungere una scottatura con una pomata | επαλείφω ταψί με βούτυρο == spalmare di burro una teglia

εφαλείφω
ρήμα μεταβατικό

variante di [επαλείφω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επακτός επάλειψη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---