Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπαλήθευση
ουσιαστικό θηλυκό 1 veri`fica ~f~, confe`rma ~f~, contro`llo ~m~ επαλήθευση λογαριασμού == la verifica di un conto 2 matematica prova ~f~ η επαλήθευση αριθμητικής πράξης == la prova del nove 3 επιβεβαίωση l'avvera`rsi ~m~, avverame`nto ~m~ επαλήθευση μιας πρόβλεψης == l'avverarsi di una previsione | επαλήθευση ονείρου == avveramento di un sogno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |