Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπαληθεύομαι
ρήμα παθητικό avvera`rsi επαληθεύτηκε η προφητεία == la profezia si avverò επαληθεύω ρήμα μεταβατικό 1 verifica`re, conferma`re, controlla`re επαληθεύω μια πληροφορία == verificare l'esattezza di un'informazione 2 matematica verifica`re l'esatte`zza del risulta`to (di un'operazio`ne aritme`tica) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |