Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεφάπαξ
επίθετο una tantum ένa εφάπαξ ποσόν == somma globale, una tantum εφάπαξ ουσιαστικό ουδέτερο indennità ~f~ di anzianità, buonusci`ta ~f~, liquidazio`ne ~f~ (corrisposta dallo stato a militari o impiegati statali che vanno in pensione) εφάπαξ επίρρημα in una sola volta, a forfait /α φορφέ/ πληρώθηκε εφάπαξ για την εργασία αυτή == per questo lavoro è stato pagato a forfait permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |