Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εφαρμογή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 l'aderi`re ~m~, il combacia`re ~m~ το φόρεμα δεν έχει καλή εφαρμογή == il vestito non aderisce bene al corpo
2 applicazio`ne ~f~ η εφαρμογή μιας εφεύρεσης == l'applicazione di un'invenzione | η πρακτική εφαρμογή θεωρίας == l'applicazione pratica di una teoria
3 realizzazio`ne ~f~ εφαρμογή σχεδίου == realizzazione di un piano | βάζω σε εφαρμογή == mettere in pratica / atto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εφαπτότητα εφαρμόζεται  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---