Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επαρμόζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [εφαρμόζω]

εφαρμόζεται
ρήμα απρόσωπο


εφαρμόζομαι
ρήμα παθητικό


εφαρμόζω  
ρήμα αμετάβατο

aderi`re το παντελόνι δεν εφαρμόζει καλά == i pantaloni non aderiscono bene al corpo

εφαρμόζω
ρήμα μεταβατικό

1 far combacia`re
2 applica`re εφαρμόζω μια νέα μέθοδο == applicare un nuovo metodo εφαρμόζω το νόμο == applicare la legge
3 realizza`re, me`ttere in atto, in pra`tica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επαρμένος έπαρση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---