Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εφέ  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 impressio`ne ~f~, effe`tto ~m~, colpo ~m~ το ντύσιμό της έκανε εφέ == il suo abbigliamento ha fatto colpo
2 effe`tto ειδικά εφέ == effetti speciali | ηχητικά εφέ == effetti sonori | οπτικά εφέ == effetti ottici

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εφαρμοστός εφεδρεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---