Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευκαιρία  
ουσιαστικό θηλυκό

occasio`ne ~f~, opportunità ~f~ περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία == aspetto l'occasione buona / favorevole | χάνω μια ευκαιρία == perdere un'occasione | είναι ευκαιρία να… == è una buona occasione per… | δράττομαι της ευκαιρίας για να… == cogliere l'occasione per… | σε τιμή ευκαιρίας == ad un prezzo d'occasione | αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας == una macchina d'occasione | αγόρασέ το, είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία! == compralo, è un'ottima occasione! / è un buon affare! | είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα == ho avuto modo / l'occasione di conoscerlo meglio | δε μου έδωσε την ευκαιρία == non mi ha dato l'occasione / l'opportunità | με την πρώτη ευκαιρία == alla prima occasione | επί τη ευκαιρία των εορτών… == in occasione delle feste… | επί τη ευκαιρία, τι κάνει o Κάρλο; == a proposito, come sta Carlo? | περνoύσα από κάτω και, επί τη ευκαιρία / με την ευκαιρία, ανέβηκα να σε χαιρετήσω == passavo di sotto e ho colto l'occasione per salire a salutarti

ευχαιρία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ευκαιρία]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευθύτητα ευκαιριακά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---