Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευθυτενής  
επίθετο

diri`tto, ere`tto ευθυτενές παράστημα == portamento eretto | περπατώ ευθυτενής == camminare col busto eretto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευθύτατος ευθύτερος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---