Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εύκαιρος  
επίθετο

che ha tempo li`bero, li`bero (da impe`gni), disponi`bile αύριο θα είμαι εύκαιρος == domani sarό libero

εύχαιρος
επίθετο

variante di [εύκαιρος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευκαιριακός ευκαιρώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---