Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιπλοποιός  
ουσιαστικό αρσενικό

mobilie`re ~m~, fabbrica`nte ~mf~ / commercia`nte ~mf~ di mobili

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιπλοποιΐα επίπλουν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---