Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιπόλαιος  
επίθετο

1 superficia`le, poco profo`ndo επιπόλαιο τραύμα == ferita superficiale
2 ((figurato)) superficia`le, sbrigati`vo επιπόλαιη ματιά == occhiata superficiale | μια κάπως επιπόλαιη γνώμη == un parere un po' troppo sbrigativo
3 persona fri`volo, legge`ro επιπόλαιο κορίτσι == una ragazza frivola | επιπόλαιος άνθρωπος == facilone

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιπόλαια επιπολαιότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---