Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίπτωση  
ουσιαστικό θηλυκό

ripercussio`ne ~f~, contracco`lpo ~m~, consegue`nza ~f~ negati`va το γεγονός θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην καριέρα του == l'accaduto avrà serie ripercussioni sulla sua carriera | οι επιπτώσεις ενός κραχ == i contraccolpi di un crac finanziario

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιπτώσεις επίπωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---