Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιρρίπτομαι
ρήμα παθητικό


επιρρίπτω  
ρήμα μεταβατικό

far cade`re, attribui`re, addossa`re επιρρίπτω το φταίξιμο σε κάπoιoν == attribuire / addossare a qualcuno una colpa | επιρρίπτoυν τις ευθύνες o ένας στον άλλον == si palleggiano le responsabilità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιρρηματικός επιρροή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---