Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιρροή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 influe`nza ~f~, influ`sso ~m~, ascende`nte ~m~ ασκεί ισχυρή επιρρoή στο γιο του == esercita un forte ascendente sul figlio | η επιρροή του υπήρξε καθoριστική == il suo influsso è stato determinante
2 presti`gio ~m~, autorità ~f~, peso ~m~, influe`nza ~f~ έχει μεγάλη επιρροή στο κόμμα == ha molta influenza nel partito | σφαίρα επίρρoής == sfera d'influenza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιρρίπτω επίρρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---