Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιπλώνομαι
ρήμα παθητικό επιπλώνω ρήμα μεταβατικό ammobilia`re, arreda`re επίπλωσε το σπίτι του με πολύ γούστο == ha arredato la sua casa con molto gusto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |