Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίπλωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 l'ammobilia`re ~m~, l'arreda`re ~m~
2 mobi`lio ~m~, mobi`lia ~f~, arredame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιπλώνω επιπολάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---