Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιπλοκή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 complicazio`ne ~f~, difficoltà ~f~
2 medicina complicazio`ne μετά την εγχείριση παρουσιάστηκαν επιπλοκές == dopo l'operazione sono sorte delle complicazioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έπιπλο επιπλοποιείο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---