Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίμονα  
επίρρημα

insistenteme`nte ζητώ επίμονα == chiedere insistentemente | αρνoύμαι επίμονα == negare insistentemente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιμολυβδώνομαι επιμονή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---