Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιμηκύνομαι
ρήμα παθητικό

1 allunga`rsi
2 prolunga`rsi
3 ste`ndersi

επιμηκύνω  
ρήμα μεταβατικό

allunga`re, prolunga`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιμήκης επιμήκυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---