Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπίμονος
επίθετο 1 insiste`nte 2 πεισματικός persevera`nte επίμονος ουσιαστικό αρσενικό 1 insiste`nte ακούστηκαν αλλεπάλληλα και επίμονα χτυπήματα στην πόρτα == si udirono alla porta colpi ripetuti e insistenti 2 persevera`nte, pertina`ce, persiste`nte, tena`ce επίμoνη πρoσπάθεια == sforzo tenace 3 persona insiste`nte, ostina`to permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |